- εὐκαμία
- εὐκᾱμία· ἡσυχία, ἤτοι εὐφημία ([dialect] Dor.), EM392.5 (i.e. εὐκᾱλία,A = ἡσυχία, and εὐκᾱμία (fr. κημός), = εὐφιμία, cf. Hsch. s.v. εὐκαλεία, εὐκληρία).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.